- σάρματα
- σάρμαchasm in the earthneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σαρμάτας — Σαρμάτᾱς , Σαρμάτης masc acc pl Σαρμάτᾱς , Σαρμάτης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάρμα — (I) ατος, τὸ, Α [σαίρω (Ι)] χάσμα, ρωγμή στη γη. (II) ατος, τὸ, ΑΜ [σαίρω (ΙΙ)] σκουπίδι 2. (κατά τον Ησύχ.) «σάρματα καλλύσματα καὶ κόπρια παρὰ Ῥίνθωνι» … Dictionary of Greek
Σαρμάται — Σαρμάτης masc nom/voc pl Σαρμάτᾱͅ , Σαρμάτης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)